- ἐπίφορος
- ἐπίφοροςcarrying towardsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίφορος — ο (Α ἐπίφορος, ον) [επιφέρω] νεοελλ. ναυτ. (για άνεμο) αυτός που πέφτει κάθετα στο ιστίο τού πλοίου, κν. άνεμος τής φούσκας αρχ. 1. αυτός που οδηγεί σε μια διεύθυνση («εἰ ἄνεμος ἐπεγένετο τῇ φλογὶ ἐπίφορος ἐς αὐτὴν [τὴν πόλιν]», Θουκ.] 2. (για… … Dictionary of Greek
ἐπιφορώτερον — ἐπίφορος carrying towards masc acc comp sg ἐπίφορος carrying towards neut nom/voc/acc comp sg ἐπίφορος carrying towards adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφορώτατον — ἐπίφορος carrying towards masc acc superl sg ἐπίφορος carrying towards neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφόρως — ἐπίφορος carrying towards adverbial ἐπίφορος carrying towards masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίφορον — ἐπίφορος carrying towards masc/fem acc sg ἐπίφορος carrying towards neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφορωτάτοις — ἐπίφορος carrying towards masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφορώτατος — ἐπίφορος carrying towards masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφορώτερος — ἐπίφορος carrying towards masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφόροις — ἐπίφορος carrying towards masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφόροισι — ἐπίφορος carrying towards masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)